- ὑπάρχῃ
- ὑπάρχωbeginpres subj mp 2nd sgὑπάρχωbeginpres ind mp 2nd sgὑπάρχωbeginpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπαρχῇ — ὑπαρχή beginning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαρχή — beginning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαρχή — η / ὑπαρχή, ΝΜΑ [ὑπάρχω] 1. αρχή 2. φρ. «εξ υπαρχής» α) εξαρχής β) εκ νέου, πάλι (α. «τού τά είπα όλα εξ υπαρχής» β. «πάλιν ὥσπερ ἐξ ὑπαρχῆς ἐπανίωμεν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ὑπάρχηι — ὑπάρχῃ , ὑπάρχω begin pres subj mp 2nd sg ὑπάρχῃ , ὑπάρχω begin pres ind mp 2nd sg ὑπάρχῃ , ὑπάρχω begin pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαρχῆς — ὑπαρχή beginning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχή — Όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να υποδείξει την πρωταρχική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν όλα τα πράγματα, είτε με τη χρονική έννοια (αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησαν όλα τα πράγματα ως προς την ύπαρξή τους) είτε με τη μεταφυσική… … Dictionary of Greek
προϋπαρχή — ἡ, Α [ὑπαρχή] 1. προηγούμενη υπηρεσία ή εξυπηρέτηση 2. προευεργέτηση … Dictionary of Greek